τάντρα — Σύνολο ιερών ινδικών κειμένων μυστικισμού και μαγικού χαρακτήρα, που συντάχθηκαν στη σανσκριτική (Τ. = Βιβλία) και στα οποία βασίζεται ο ταντρισμός. Τα Τ. χρονολογούνται από τον 5o αι. μ.Χ., συντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό μορφή διαλόγου … Dictionary of Greek
Βισνού — Ινδική θεότητα που κατά τις Βέδες είναι η ενέργεια που διαποτίζει το σύμπαν. Στον ινδουισμό έλαβε τεράστια σπουδαιότητα, επειδή θεωρήθηκε ο θεός που ξυπνά το σύμπαν για μια νέα ζωή στην αρχή κάθε κοσμικού αιώνα (κάλπα)ή η αρχή που συντηρεί τη ζωή … Dictionary of Greek
Σίβα — I Ινδική θεότητα, που προέρχεται από τη βεδική θεότητα των ανέμων Ρούντρα, που λέγεται και Γκιρίσα («Κύριος του Βουνού»), Πασουπάτι, Ούγκρα, Μαχαντέβα («Μέγας θεός») Προστάτης των γιόγκι (γιόγκα), είναι θεότητα τρομακτικού γενικά χαρακτήρα που… … Dictionary of Greek
σακτισμός — ο, Ν (στον ινδουισμό) η λατρεία τής θεάς Σάκτι, ως τής θείας βούλησης, ως Μεγάλης Μητέρας η οποία απαιτεί πλήρη υποταγή, ως δύναμης η οποία υπάρχει σε κατάσταση ύπνωσης σε κάθε σώμα, λατρεία που, μαζί με τον βισνουισμό και τον σιβαϊσμό, αποτελεί… … Dictionary of Greek
μάνταλα — Μυστικιστικό διάγραμμα, το οποίο χρησιμοποιείται από πολλές ινδουιστικές και βουδιστικές αιρέσεις και συμβολίζει ένα ιδιαίτερο επίπεδο συνείδησης, στο οποίο αναφέρονται οι διδασκαλίες ενός τάντρα. Η σανσκριτική λέξη μ. σημαίνει κύκλος. Η μ.… … Dictionary of Greek
Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… … Dictionary of Greek
Ντέβι — Θεότητες της ινδικής θρησκείας, που είχαν δαιμονικό χαρακτήρα. Ν. ήταν και η θεά Σάκτι, ενσάρκωση των καταστρεπτικών ή ενεργητικών τάσεων. Από την ονομασία αυτή προέρχεται και το κατοπινό όνομα του θρυλικού ήρωα Παβάτσανα, στον οποίο οφειλόταν η… … Dictionary of Greek