Σάκτι

Σάκτι
(σύζυγος, δύναμη). Σύζυγοι των θεών των Ινδών και, ταυτόχρονα, δύναμη μέσω της οποίας αυτοί δημιουργούν, συντηρούν και καταστρέφουν τους κόσμους. Οι γνωστότερες Σ. είναι η Ντουργκά - Κάλι - Παρβάτι του Σίβα και η Σρι – Λάκσμι – Ράντα του Βισνού – Κρίσνα. Οι Σ. είναι οι πρωταγωνίστριες στα κείμενα των Τάντρα: οι μύστες τους αναζητούν την απελευθέρωση (μούκτι), μέσω ακραίων μορφών της γιόγκα, με τις οποίες εξαγνίζονται και επαναφέρονται στην πνευματική προέλευση τους οι ενέργειες που επιδρούν στα ανθρώπινα πάθη, ιδιαίτερα στα σεξουαλικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τάντρα — Σύνολο ιερών ινδικών κειμένων μυστικισμού και μαγικού χαρακτήρα, που συντάχθηκαν στη σανσκριτική (Τ. = Βιβλία) και στα οποία βασίζεται ο ταντρισμός. Τα Τ. χρονολογούνται από τον 5o αι. μ.Χ., συντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό μορφή διαλόγου …   Dictionary of Greek

  • Βισνού — Ινδική θεότητα που κατά τις Βέδες είναι η ενέργεια που διαποτίζει το σύμπαν. Στον ινδουισμό έλαβε τεράστια σπουδαιότητα, επειδή θεωρήθηκε ο θεός που ξυπνά το σύμπαν για μια νέα ζωή στην αρχή κάθε κοσμικού αιώνα (κάλπα)ή η αρχή που συντηρεί τη ζωή …   Dictionary of Greek

  • Σίβα — I Ινδική θεότητα, που προέρχεται από τη βεδική θεότητα των ανέμων Ρούντρα, που λέγεται και Γκιρίσα («Κύριος του Βουνού»), Πασουπάτι, Ούγκρα, Μαχαντέβα («Μέγας θεός») Προστάτης των γιόγκι (γιόγκα), είναι θεότητα τρομακτικού γενικά χαρακτήρα που… …   Dictionary of Greek

  • σακτισμός — ο, Ν (στον ινδουισμό) η λατρεία τής θεάς Σάκτι, ως τής θείας βούλησης, ως Μεγάλης Μητέρας η οποία απαιτεί πλήρη υποταγή, ως δύναμης η οποία υπάρχει σε κατάσταση ύπνωσης σε κάθε σώμα, λατρεία που, μαζί με τον βισνουισμό και τον σιβαϊσμό, αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • μάνταλα — Μυστικιστικό διάγραμμα, το οποίο χρησιμοποιείται από πολλές ινδουιστικές και βουδιστικές αιρέσεις και συμβολίζει ένα ιδιαίτερο επίπεδο συνείδησης, στο οποίο αναφέρονται οι διδασκαλίες ενός τάντρα. Η σανσκριτική λέξη μ. σημαίνει κύκλος. Η μ.… …   Dictionary of Greek

  • Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • Ντέβι — Θεότητες της ινδικής θρησκείας, που είχαν δαιμονικό χαρακτήρα. Ν. ήταν και η θεά Σάκτι, ενσάρκωση των καταστρεπτικών ή ενεργητικών τάσεων. Από την ονομασία αυτή προέρχεται και το κατοπινό όνομα του θρυλικού ήρωα Παβάτσανα, στον οποίο οφειλόταν η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”